- κουπέ
- το1. είδος κλειστής τετράτροχης άμαξας με δύο ή τέσσερεις θέσεις2. είδος αυτοκινήτου με δύο πόρτες3. διαμέρισμα σιδηροδρομικής άμαξας με μία μόνο σειρά καθισμάτων4. (όρος τού μπαλέτου) ενδιάμεσο βήμα για τη μεταφορά τού βάρους τού σώματος από το ένα πόδι στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coupe < γαλλ. ρ. couper «κόβω, τέμνω»].
Dictionary of Greek. 2013.